Βούντερμπαρ,
αλλά έχω απορίες.
Κάπου το ’81 αγόρασα ένα δίσκο της στα 78 rpm στο παζάρι της Σχολής, στον πάγκο με τα second-hand. Απίστευτη φωνή, βαθιά – σχεδόν αντρική-, καπνισμένη, εκφραστική υπερβολή. Ήταν απόλαυση τα πολυτελή υγρά Ρο καταμεσίς στους γερμανικούς στίχους. Δράμα χολιγουντιανής ομορφιάς στη φωτογραφία, στο ηχητικό χαλί χορωδία από εκατοντάδες, λες, φωνές. Φυσικά την αγάπησα αμέσως τη Zarah Leander. Όμως η αντίδραση της μάνας μου όταν άκουσε τη φωνή της με έβγαλε από τη νιρβάνα μου – ρώτησε κάπως κοφτά που βρήκα το δίσκο της χιτλερικής. Ε;
Πρόσφατα την ξαναθυμήθηκα, ακούγοντας μιαν οπερετική επανεκτέλεση τραγουδιού της από τη Νίνα Χάγκεν. Είχα μάθει έκτοτε πως πραγματικά, ο Χίτλερ είχε αδυναμία στη Zarah, τη σουηδέζα ντίβα, που έκανε μεγάλη καριέρα στη Γερμανία. Τραγουδούσε εν μέσω πολεμικών σειρήνων για ανεξάρτητες γυναίκες, ερωτικές σχέσεις αδιανόητα ελεύθερες και ονειρεμένα μέρη στο Νότο. Και ας εναντιώνονταν τα θέματα αυτά στα επικά αισθητικά κριτήρια του εθνικοσοσιαλισμού, που προτιμούσαν θεματολογίες εγκαρτέρησης, αυτοθυσίας και υποταγής. Ο Fritz Lang, ο Peter Lorre, ο Billy Wilder και πολλοί άλλοι είχαν εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία, η Marlene Dietrich είχε αποστατήσει, αλλά η Zarah ήρθε και έμεινε: η χαρακτηριστική φωνή της έγινε πασίγνωστη στο γερμανικό κοινό, οι ταινίες της με τη θρυλική UFA, την εθνική κινηματογραφική βιομηχανία, έφεραν μια παράδοξη όαση εξωτισμού στην μικροαστική καθημερινότητα. Ο «προστάτης των γερμανικών ταινιών» και υπουργός προπαγάνδας Goebbels ωστόσο υποψιαζόταν την femme fatale σταρ του, τη συνήθειά της να πίνει, την εμμονή της να πληρώνεται σε σουηδικές Kroner. Όταν της ζήτησε να αλλάξει τουλάχιστον το όνομά της, που του φαινόταν πολύ εβραϊκό, εκείνη αντιγύρισε πως καλό θα ήταν να αλλάξει εκείνος πρώτα το Ιωσήφ.
Το 1943 η «Γκάρμπο των Ναζί» άφησε τη Γερμανία για να επιστρέψει στη Στοκχόλμη, πιθανότατα όχι για λόγους ιδεολογικούς. Οι πληροφορίες πως τρόμαξε, επειδή ένας από τους εμπρηστικούς βομβαρδισμούς στο Βερολίνο έκαψε τα χαλιά και τις καλύτερες γούνες της, ελέγχθηκαν από την ίδια ως ανακριβείς. Πίσω στην πατρίδα, η καιροσκόπος επένδυσε τα αποκομισμένα κέρδη σε μια επιτυχημένη επιχείρηση κονσερβοποιίας ρέγκας. Έτσι δεν είδε την κινηματογραφική πόλης της UFA, το Babelsberg, να μετατρέπεται σε σωρό ερειπίων – όχι πως θα την ένοιαξε και πολύ.
Ίσως να είναι μύθος, πως όταν τα Χριστούγεννα του 1944 ακουγόταν από τα ηχεία του στρατοπέδου συγκέντρωσης τενεκεδένια το «Ich weiss, es wird einmal ein Wunder geschehn» της (με τους στίχους «ξέρω, κάποια μέρα θα συμβεί ένα θαύμα – και ξέρω πως θα ξαναϊδωθούμε»), την άκουγαν με προσήλωση και ελπίδα οι έγκλειστοι, όσο και οι δήμιοί τους. Η ίδια ποτέ δεν απάντησε ξεκάθαρα στις αιτιάσεις γιατί συνέχισε να εργάζεται σχεδόν μέχρι το τέλος στη ναζιστική Γερμανία, ενώ είχε προτάσεις από το εξωτερικό, όταν έβλεπε τους εβραίους και ομοφυλόφιλους φίλους και συνεργάτες της, μουσικούς και ανθρώπους του κινηματογράφου, να συλλαμβάνονται και να εξαφανίζονται ένας-ένας. «Δεν ασχολούμαι με την πολιτική, εγώ τραγουδούσα τον έρωτα», ήταν η μόνη δικαιολογία της Ωραίας Ασυνείδητης.