Muttertag
Ο Σ., παλιά αγάπη της μαμάς, μου ζήτησε ανήμερα την Κυριακή να δει τον τάφο της – είχε να δει την ίδια 40 χρόνια και μένα 13. Με σπασμένα γερμανικά μου εξήγησε πως ήθελε να ανάψει ένα κερί, κοιταχτήκαμε με την κόρη, που προτείνε: «Δίπλα στο νεκροταφείο έχει dead shop». Πάμε πρώτα να πάρουμε μερικά λουλούδια, με ρωτάει η υπάλληλος «Για δώρο;». «Για τάφο» απαντάω αυτόματα, κοιταζόμαστε με τη μικρή ξανά και γελάμε. Βγαίνοντας από το μαγαζί απόρησα πρώτα με το τσούξιμο στα μάτια, πριν καταλάβω πως είχα απότομα και χωρίς ήχο πατήσει τα κλάματα.
Το νεκροταφείο ήταν κλειστό. Στη μεσημεριάτικη ζέστη κάναμε το γύρο και ανεβήκαμε σε ένα βουναλάκι κοφτερά μπάζα, κοιτάζοντας πάνω από την πέτρινη περίφραξη προς το μέρος του τάφου της, του κρυμμένου από τα χορταριασμένα μνήματα και τις σκιές. Βοήθησα τη μικρή να καβαλήσει τον τοίχο και πήγε μόνη της να αφήσει τα λουλούδια. Ο Σ. και γω μείναμε να κοιτάμε πάνω από τον τοίχο, προσπαθώντας να δει ο καθένας κάτι δικό του, να διακρίνουμε ανάμεσα στις πέτρες και τα σκονισμένα κυπαρίσσια το σημείο όπου η μαμά μου κάποτε βρέθηκε, αλλά δεν βρίσκεται πια, νομίζω.
Όταν επέστρεψε, τράβηξα με ευγνωμοσύνη την κόρη μου πίσω.