Κυριακή βράδυ στο νησί, έξω μαυρίλα και σιωπή και μέσα τα ίδια. Μετράμε μια βδομάδα μετά, και το θολό σχήμα στερεοποιείται και αναλύεται από τα ΜΜΕ σχηματικά σε:
α) ξεπερασμένους από τα γεγονότα ευγενείς αναρχικούς
β) τα γυμνάσια σε ταχύρρυθμο εκπαίδευση αντάρτικου πόλεων
γ) τα λούμπεν και τα κοινού ποινικού, γιατί κάποιος πρέπει να έσπασε και τα μη-πολυεθνικά καταστήματα
δ) τα μεταναστόπουλα για τις λεηλασίες, ένεκα που δεν έχουνε
Ε) άμα είσαι αριστερός, είχε και προβοκάτορες.
Ο,τι πείτε. Είμαι από επαρχία, τα βλέπω από μακριά μέσω twitter, tvxs και χτες νύχτα από το γουέμπκαμ της ζούγκλας, τι κατάντια. Οι μέρες που πέρασαν ακύρωσαν μερικές από τις σιωπηρές αυταπάτες μου: τσακώθηκα με φίλους, άνοιξαν χάσματα, άκουσα απίστευτα πράγματα από νέους ανθρώπους εξαιρετικής μόρφωσης («στο ψαχνό να τους ρίξουνε»). Με τρόμαξε η άβυσσος, η ακατανοησία, η άρνηση να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι το γιατί πρέπει να διαδηλώνεις. Βρέθηκα να εξηγώ και στην Κόρη ακόμη γιατί δεν έχει σημασία αν το παιδί ήταν στα Εξάρχεια ή όχι, έβριζε ή όχι, πως απλώς δεν πυροβολείς άοπλους ως αστυνομικός, παιδιά ή μεσήλικες, δεν έχει διαφορά. Την έβλεπα την επόμενη μέρα να κατεβάζει από το νετ εικόνες διαδηλωτών, κείμενα, σλόγκαν και να σώζει την σελίδα του νεκρού πριν την κατεβάσουν, στήνοντας σε ένα φόλντερ ένα μνημείο του. Βραχυκύκλωσα με τα μαρμαρωμένα στις καταστροφές ματ, που εκτονωνόταν θρασύδειλα μετά πατώντας άσχετα παιδιά διαδηλωτές στο λαιμό και με τις κιτς γελοιότητες της μυθοπλασίας από ανθρώπους που προσπαθούσαν να καβαλήσουν το ρεύμα: σλο-μόσιον με μουσική Σαββόπουλου, ανόητα ποιήματα, ξεδιάντροπους λαϊκισμούς περί Παπαφλέσσα ή Αθανάσιου Διάκου, θα σας γελάσω.
Όχι, δε βρήκα άκρη ακόμα, ούτε στέγη ιδεολογική, ούτε θεωρητικοποίηση ικανή να τα χωρέσει όλα αυτά.
Το μόνο που αισθάνομαι είναι πως το πολυδύναμο χάος που σήκωσε την άσχημη κεφαλή του είναι ένα χάος παιδί δικό μας νόθο, του οποίου κανείς δεν αναγνωρίζει την πατρότητα, άξιος σχιζοφρενής άρρεν απόγονος που θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλά, γιατί δε νομίζω αυτή η επαφή μας να ήταν η τελευταία. Και πως αυτή η κυβέρνηση το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να απεμπλέκεται σαν άντρας σε καυγά περί σχέσης και να πληρώνει κατόπιν καταστροφής αποζημιώσεις, λεφτά, γιατί όλα είναι μόνο θέμα χρημάτων ξέρετε, οι ζωές, το κατεστραμμένο κέντρο, το μαγαζί του καθενός, τα περσινά καμένα δάση, πάρε ευρώ και τι σε νοιάζει, πως κάνεις έτσι, να, πάρε! λες και τα αγαπούσες αυτά που έχασες, λες και έχει σημασία.
Αφαιρούμαι. Ένα παιδί γνωστό μου, ένας νέος άνθρωπος με παιδεία, νου και κρίση είναι αυτούς τους μήνες εύζωνας, σκοπιά στο Σύνταγμα. Αναρωτιέμαι αν φοβάται, και τι να σκέφτεται όλες αυτές τις νύχτες ως συμβολικός φρουρός της δημοκρατίας μας, αυτής που θα θέλαμε να είναι. Εκεί δίπλα του θα ήθελα να είμαι απόψε, να τον ρωτήσω.