… ένα γάντι μισοενσωματωμένο σε έναν βράχο, λες και υπήρχε εκεί απ΄όταν πρωτοσχηματίστηκε. Την ίδια αίσθηση δίνει το μάνγκα του Junji Ito. Διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά. Enigma of Amigara Fault
4/9/2011
15/10/2010
29/10/2009
Άι της αγάπης μαχαιριά
(άργησα να μπω, είχε σκουριά στο password field)
Τι έχεις κόρη μου ξαθή και είσαι πανθλιμμένη;
Το Τριστάνος και Ιζόλδη του Gottfried von Strassburg το γνώρισα στη σωστή ηλικία, έφηβη, μέσω μιας μεταγραφής του από τον Joseph Bédier που αγόρασα από το παζάρι μεταχειρισμένων βιβλίων της Γερμανικής. Αν και από τα διασημότερα αυλικά ρομάντζα, το Τριστάνος και Ιζόλδη δεν πραγματεύεται ακριβώς μια αγάπη εξευγενισμένη και ιδανική. Μάλλον εξιστορεί τα πάθη που δημιουργεί μια ανάγκη ανόθευτη όσο και επείγουσα, που φαντάζει σχεδόν ριζοσπαστική στην αναπαράσταση της. Καταλύει τους τύπους του συμβατικού μεσαιωνικού ειδυλλίου προκειμένου να αναδείξει σε αυτοσκοπό ανώτερο κάθε ηθικής τον έρωτα μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών, ο οποίος δικαιολογεί κάθε τέχνασμα, κάθε πανουργία.
Ίσως για να δικαιολογηθεί αυτό το πάθος στα μεσαιωνικά μάτια, ενοχοποιείται τυπικά ένα μαγικό φίλτρο που ήπιαν οι δυο νέοι χωρίς να το ξέρουν. Κατά τα άλλα όμως, σύμβολα και δοξασίες της εποχής παραποιούνται ανενδοίαστα για να εξυπηρετήσουν τους εραστές: το σπαθί της ιπποσύνης, τυχαία τοποθετημένο ανάμεσα στα γυμνά σώματά τους παρεξηγείται ως σύμβολο αγνότητας από αυτούς που ανακαλύπτουν τους φυγάδες κοιμισμένους στο δάσος, η μεταφορά της Ιζόλδης πάνω από τα νερά του ποταμού από έναν μεταμφιεσμένο Τριστάνο κάνει δυνατή την εξαπάτηση όλης της Αυλής κατά την δοκιμασία της με το πυρωμενο σίδερο, με συνένοχο τον ίδιο τον θεό των Χριστιανών.
Αλλά η ασέβεια προς τα χρηστά ήθη θα ήταν απλώς μια πικάντικη ιστορία τύπου «Δεκαήμερον», αν οι ήρωες δεν δεσμευόταν οικειοθελώς από μια δική τους, εσωτερική ηθική. Σε ένα επεισόδιο περιγράφεται ένα από τα πιο αινιγματικά πλάσματα που έχω συναντήσει στη λογοτεχνία, ένα psychedelic puppie, το σκυλάκι Petitcrieu:
«…daz vremede werc von Avalûn
sach man ez widerhaeres an,
sone wart nie kein sô wîse man,
der sîne varwe erkande.
si was sô maneger hande
und sô gâr irrebaere,
als dâ kein varwe waere.
im gienc umbe sîn cregelîn
ein ketene, diu was guldîn.
dar an sô hienc ein schelle
sô süeze und sô helle,
dô ez sich rüeren began,
der trûraere Tristan
daz er sîner âventiure
an sorge unde an triure
ledic und âne gesaz
unde des leides gâr vergaz,
daz in durch Isôte twanc.
sô süeze was der schellen clanc,
daz si nieman gehôrte,
sine benaeme im und zestôrte
sîne sorge und al sîn ungemach. …»
Σε, όπως συνήθως, προ-χει-ρό-τα-τη μετάφραση:
«Το μικρό θαύμα από το Άβαλον
αν το ‘βλεπες αντίθετα στη φορά της γούνας,
ποτέ δεν υπήρξε άντρας σοφός τόσο,
ώστε να αναγνωρίσει το χρώμα του.
Είχε τόσες πολλές αποχρώσεις
και τόσο ολότελα συγκεχυμένες,
σαν να μην ήταν χρώμα.
Του πήγαινε γύρω απ το μικρό λαιμό
ένα αλυσιδάκι χρυσό.
Από κει κρεμόταν ένα κουδουνάκι
τόσο γλυκό και τόσο ψιλό
όταν άρχιζε να κινείται,
που ο θλιμμένος Τρίσταν,
από τα δεινά του,
τις ανησυχίες και την θλίψη
ελευθερώθηκε εντελώς
και ξέχασε απολύτως την οδύνη,
που υπέφερε για χατίρι της Ιζόλδης.
Τόσο γλυκός ήταν ο ήχος του κουδουνιού,
ώστε κανείς να μην το ακούσει
χωρίς να τον κυριεύσει και να καταλύσει
όλες του τις ανησυχίες και τις λύπες.»
Ο Τριστάνος, προκειμένου να κερδίσει αυτόν τον ανεκτίμητο όσο και πολυαγαπημένο στον αφέντη του Δούκα Gilan θησαυρό, εξολοθρεύει ως οφείλει τον γίγαντα Urgan li vilus, που τρομοκρατούσε τη χώρα. Με μεγάλη θλίψη ο Gilan αναγκάζεται να αποχωριστεί το μαγικό σκυλάκι, το οποίο όμως ο Τριστάνος δεν κρατά για τον εαυτό του – όπως ήταν εξ αρχής ο σκοπός του, το στέλνει στην καλή του κρυμμένο μέσα σε ένα μουσικό όργανο, ώστε να μην πενθεί εκείνη.
Η Ιζόλδη καλοδέχεται το δώρο του αγαπημένου της, ανύποπτη για τις μαγικές του ιδιότητες. Παραγγέλνει ένα χρυσό κλουβί με μεταξωτά στρωσίδια για τον Petitcrieu για να τον κρατά πάντα κοντά της. Κάποια στιγμή όμως διαπιστώνει την αναισθητική επιρροή που της ασκεί ο ήχος του κουδουνιού, που αμβλύνει τον πόνο και τη θλίψη της στέρησης. Αρνείται να χαίρεται ενώ ο αγαπημένος της υποφέρει, ή ίσως επιλέγει να αισθάνεται το πλήρες φάσμα, από την χαρά ως και την οδύνη – κόβει το μουσικό παυσίλυπο και το πετά από το παράθυρο του ψηλού πύργου στη θάλασσα.
23/4/2009
all flowers in time bend towards the sun
Δημοσίως και ταπεινά ζητώ συγγνώμη από τον schottkey που τον κατηγόρησα, η άσχετη, για έμφαση σε ενίοτε ελάσσονα μουσική. Αυτό που κρέμασε, αν και παλαιότερο, το ανακήρυξα στο κατ΄εξοχήν άσμα της φετεινής άνοιξης.
Αφιερωμένο στους φίλους που τριγύρισαν το Πάσχα στο νησί και γέμισαν τον χάρτη αυτών των ημερών με προγραμματισμένες ή / και τυχαίες συναντήσεις : την γλυκύτατη Theorema, τον στιβαρό Herr K, τον φίλο DimitrisTI, την αεικίνητη Evee και τους εντόπιους Papapete και τον απίστευτο τροβατόρε, που δεν είχα το λινκ του, αλλά ορίστε :)
20/4/2009
J.G. Ballard, 15.11.1930 – 19.04.2009
Ο Μπάλλαρντ με γοήτεψε παλιά με το Drowned World, με εντυπωσίασε με την ιστορία του, όπως κινηματογραφήθηκε στο Empire of the Sun, αλλά τον αγάπησα διαβάζοντας το ελεγειακό Voices of Time. Ήταν ικανός να παράγει ανεξίτηλες εντυπώσεις: κόσμους που είτε αναχρονίζονται στην παλαιοζωική, είτε ξεκουρδίζονται σαν ρολόι, του οποίου το εκκρεμές χάνει σε ροπή ταλάντωσης ∙ εικόνες με πένθιμο, αινιγματικό συμβολισμό ∙ ήρωες που επιλέγουν την απομόνωση μπροστά στην καταστροφική εντροπία. Όταν απορρυθμίζεται το σύστημα, η πανοπλία του μοντερνισμού εγκαταλείπεται και παραμένει άδειο κέλυφος, ενώ οι πρωταγωνιστές χάνονται σε ένα μυστικιστικό ταξίδι αταβισμού.
Γεγονός είναι πως στα μάτια μου μια σπείρα, μια καυτή καλοκαιρινή μέρα, μια αδειασμένη πισίνα, ένα πλανητάριο απέκτησαν ένα άλλο επιπλέον νόημα ως πένθιμη παρήχηση, όχι ακριβώς ενός memento mori, αλλά ενός βιολογικού ντετερμινισμού παράφωνου με την ad astra εποχή, κατά την οποία περιγράφτηκαν από τον Μπάλλαρντ – στα βιβλία του το ζενίθ είναι ήδη παρελθόν και η μόνη δυνατή πορεία είναι προς την απώλεια.
Λυπήθηκα ειλικρινά που τον χάσαμε και αυτόν, όντως άλλη μια νίκη για τις φωνές του χρόνου και την εντροπία.
26/3/2009
interlude
Ακουμπώ το τηλέφωνο στο τραπέζι. Ξαπλωμένη στον καναπέ με τα πόδια σηκωμένα δεν αισθάνομαι τίποτε, παρά το μούδιασμα της κούρασης. Μένω ακίνητη. Ο αέρας είναι ασάλευτος και ουδέτερος, δεν νοιώθω ούτε ζέστη ούτε δροσιά. Κανένας αχός τηλεόρασης, ραδιόφωνο, φωνή παιδιού, τίποτε δεν σπάει αυτή τη σπάνια σιωπή που ξεχύνεται σε σχεδόν απτά κύματα ξεχειλίζοντας από το σπίτι με τα ορθάνοικτα παράθυρα σε όλη τη γειτονιά κάτω.
Από το παράθυρο φαίνονται τα ελαφριά χρυσόγκριζα σύννεφα που χαμηλώνουν στη μεγάλη πλατεία ανάμεσα στα τείχη του φρουρίου και τις προσόψεις των σπιτιών σχεδόν σαν ταβάνι, ένα γιγάντιο σκηνικό κλειστό. Κάπου έξω, απροσδιόριστα, αρχίζει να βουίζει ήρεμα μια μηχανή, και, ενώ γλιστρώ σε μια νάρκη αθέλητη, μου φαίνεται πως είναι μια από τις μηχανές που κινούν αυτό το μεγάλο θέατρο, πως έχω πιάσει τον κόσμο άδειο, σε μια σπάνια στιγμή ανάμεσα σε δύο σκηνές, στην παύση ανάμεσα σε δύο ανάσες.
Σιωπηλά αρχίζει να πέφτει μια βροχή ψιλή, σα σκόνη, χρυσωμένη από το πλάγιο φως του ηλίου ενώ με παίρνει ο ύπνος.
28/2/2009
Μεσήλικες με μέλλον
Μπήκε στο σάουντρακ του τριημέρου. Καλή Σαρακοστή, ες αεί με τον ήλιο στα μάτια και τον άνεμο στην πλάτη :)