Ο Σ., παλιά αγάπη της μαμάς, μου ζήτησε ανήμερα την Κυριακή να δει τον τάφο της – είχε να δει την ίδια 40 χρόνια και μένα 13. Με σπασμένα γερμανικά μου εξήγησε πως ήθελε να ανάψει ένα κερί, κοιταχτήκαμε με την κόρη, που προτείνε: «Δίπλα στο νεκροταφείο έχει dead shop». Πάμε πρώτα να πάρουμε μερικά λουλούδια, με ρωτάει η υπάλληλος «Για δώρο;». «Για τάφο» απαντάω αυτόματα, κοιταζόμαστε με τη μικρή ξανά και γελάμε. Βγαίνοντας από το μαγαζί απόρησα πρώτα με το τσούξιμο στα μάτια, πριν καταλάβω πως είχα απότομα και χωρίς ήχο πατήσει τα κλάματα.
Το νεκροταφείο ήταν κλειστό. Στη μεσημεριάτικη ζέστη κάναμε το γύρο και ανεβήκαμε σε ένα βουναλάκι κοφτερά μπάζα, κοιτάζοντας πάνω από την πέτρινη περίφραξη προς το μέρος του τάφου της, του κρυμμένου από τα χορταριασμένα μνήματα και τις σκιές. Βοήθησα τη μικρή να καβαλήσει τον τοίχο και πήγε μόνη της να αφήσει τα λουλούδια. Ο Σ. και γω μείναμε να κοιτάμε πάνω από τον τοίχο, προσπαθώντας να δει ο καθένας κάτι δικό του, να διακρίνουμε ανάμεσα στις πέτρες και τα σκονισμένα κυπαρίσσια το σημείο όπου η μαμά μου κάποτε βρέθηκε, αλλά δεν βρίσκεται πια, νομίζω.
Όταν επέστρεψε, τράβηξα με ευγνωμοσύνη την κόρη μου πίσω.
Και τώρα, παγιδευμένη στο Νησί Του Πάσχα, εγκλωβισμένη μέσα στην πυκνή ανθρωποθάλασσα της οποίας η βουή δεν θα με αφήσει να συγκινηθώ με το Caldae Lacrimae της φιλαρμονικής των διακοσίων πενήντα πνευστών, σηκώνω τα μάτια πάνω από τα καλοχτενισμένα κεφάλια και τα λάβαρα του Επιταφίου για να χαρώ κλεφτά ένα άχρονο κλισέ.
Wish you were here. Καλή Ανάσταση σε όλους, με αγάπη και χαρά
Η παραπάνω ηρεμία είναι απατηλότατη. Ο δρόμος περπατιέται μέσα σε έναν αυτιστικό κόσμο μουσικής 140-150 bpm και αδρεναλινών σε berserker mode. Προτάσεις για πλέυλιστ δεκτές, έχω λιώσει τους Daft Punk και συμπέρασμα δεν έχω βγάλει ακόμη.
Παίρνουμε φόρα και κυλιόμαστε με τη Φρα πάνω στο πάπλωμα. Το πρόσωπο της είναι ακόμη χλωμό, αλλά ο πυρετός έχει πέσει και τα γελάκια της ξεπετιόνται κόκκινα. O απογευματινός ήλιος χορεύει τη σκόνη που ξεσηκώνεται και αιωρείται δίνοντας διάσταση στον διάφανο αέρα που μας τριγυρίζει, φωτίζει λοξά τον λεπτό της σβέρκο, τις σκούρες κοντές μπούκλες.
Ψευτοπαλεύουμε, μου επιτίθεται κατά μέτωπο, τη γαργαλάω στα πλευρά ενώ συγκρατούμαι από ενδόμυχο φόβο μην και την πονέσω με την αγριάδα μου, η Φρα γελάει γαργαριστά. Μετά από λίγο οι ιαχές κοπάζουν, ανάσκελα και πλάι-πλάι κοιτάμε το ταβάνι. “Μαμα, δε θέλω να περνάει ο χρόνος”.
Μέσα στη διαύγεια της στιγμής, η φράση της με μαχαιρώνει
Έχω χρόνια να μην κάνω απολύτως τίποτε.
(΄Ομως μου φαίνεται πως απ’ όσα κάνω ελάχιστα έχουν οποιαδήποτε σημασία)
Η φωτό που τράβηξε ο μ. στην Αθήνα με μαγνήτισε προχτές αργά το βράδυ. Την κοίταζα, την ψαχούλεψα ώρα στο φωτοσοπ να την κάνω ντεσκτοπ (εγχείρημα από το οποίο παραιτήθηκα, μια και το λευκό κάτω από τα μύρια εικονίδιά μου με στράβωνε), της μείωνα σταδιακά τα χρώματα, μέχρι που έφτασα σε ένα γκιφ 16 χρωμάτων πάνω στο οποίο έριξα τεχνητό χιονάκι. Παίζει κάτω απ’ όλα τα έγγραφα και παράθυρά μου και κάθε της αποκάλυψη με ηρεμεί. Κάπως σαν τις κρυστάλλινες μπάλλες με το νερό και τις νιφάδες από πολυστυρένιο
είναι η στιγμή που, ενώ περιμένω στην ουρά, από κάπου στον τεράστιο χώρο ακούγεται μουσική υπόκρουση, κουνάω λίγο ρυθμικά το πόδι σε αυτοματισμό και ξαφνικά μου φαίνεται πως στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο η μουσική θα ανέβει σε κρεσέντο, θα με πνίξει η αγαλλίαση, ο κόσμος γύρω μου θα αρχίσει να χορεύει σε απόλυτο συγχρονισμό, ο γερανός θα τραβήξει την κάμερα προς τα πάνω και θα αποκαλυφθεί αυτό που ήξερα από τα 15 μου – πως ζω σε ένα καλοκαμουφλαρισμένο μιούζικαλ
*(όχι κύριε Fosse, δεν θα κατέβω τις φωτισμένες σας σκάλες, μην πάει και την πάθω σαν τη φιλ μου εδώ)
**κατά καιρούς αναζητώ το τρακ των τίτλων του τέλους, ελπίζω σε κάτι ντίσκο. ίσως το Ιf you could read my mind από το Studio 54 ή το Last Dance της Summer.
Εικόνα: η ανεπανάληπτη Suzanne Charney στο νούμερο The Rich Man’s Frug, από το Sweet Charity. καμία σχέση.