Δεν αισθάνομαι ικανή να σχολιάσω δημόσια τα καθημερινά, το κάνουν άλλοι αυτό, εύγλωττα και εύστοχα.
Ούτε τώρα θα καταπιαστώ με κάνα μείζον θέμα, μόνο με μια πιθανώς ελάσσονα η ακόμη και παρωχημένης ευαισθησίας γκρίνια.
Σπάνια παρακολουθώ τηλεόραση, όχι από κάποιου εναλλακτικού τύπου σνομπαρία αλλά επειδή συνήθως με κάνει είτε να βαριέμαι ή και να εκνευρίζομαι. Ίσως και να φταίει ένα αίσθημα αποξένωσης και απομονωτισμού – εδώ στην επαρχία ελάχιστα ομφαλοσκοπικά του αθηναϊκού κράτους μας αγγίζουν. Έτυχε να αρρωστήσω και να ανοίξω την τηλεόραση, να επιβεβαιώσω το κλισέ περί ασθενών και συνταξιούχων ως πρωινών τηλεθεατών, ανήμερα το πρωί της λεωφορειοπειρατείας. Λαχείο. Το γνωστό ακινητοποιημένο λεωφορείο, παράθυρα, τηλεφωνικές συνδέσεις.
Πρώτα έπεσα πάνω στο μεγαλοδημοσιογράφο να συνομιλεί με τρελαμένη από ανησυχία γυναίκα, που τον παρακαλούσε να κάνει κάτι, να επέμβει, να σώσει το παιδί της. Ποιόν ικέτευε; Το δημοσιογράφο. Μάλιστα. Φυσικά και του “λειτουργού” ούτε του πέρασε από το μυαλό να βάλει τον εαυτό του στην θέση του, να φέρει τις αρμοδιότητές του στα πραγματικά τους μέτρα. Θα ζητάω πολλά. Θάναι λογικό στη χώρα όπου κάθε παράβαση και ενόχληση μπορεί να καταλήξει σε ένα “θα φέρω τον Τριανταφυλλόπουλο” εκ μέρους του αδικημένου, σκέφτομαι. Αλλάζω κανάλι.
Δημοσιογραφικό δίδυμο αλλού, ελέω κινητού Στέλλας, συζητούν με τον Πειρατή. Ύφος προσαρμοσμένο στην περίσταση, ηρέμησε ρε φίλε, ναι, τι θες, να τα πούμε στην αστυνομία. Έμπειροι και προπαντώς πανέτοιμοι διαπραγματευτές, οι δημοσιογράφοι, αναλαμβάνουν την ευθύνη να συνομιλήσουν ανεξέλεγκτα με οπλισμένο άνθρωπο που δεν ξέρουν σε τι κατάσταση βρίσκεται. Κάπως μούρθε. Την ξανάκλεισα και το γύρισα στο ραδιόφωνο, κρατικό κανάλι, πείτε με μούχλα.
Την άλλη μέρα διάβασα συγχαρητήρια για τον υπεύθυνο τρόπο που τα ΜΜΕ χειρίστηκαν την κατάσταση. Εγώ πάλι δεν μπορώ να αποδεχτώ πως είναι αυτονόητη αρμοδιότητα των δημοσιογράφων οτιδήποτε άλλο πέρα από την ενημέρωση. Ε, είμαι παράξενη, τελείωσε.