Στον Θας, με αφορμή το «Η κίνησή της με έσωσε από την απελπισία μιας ζωής όπου το όχι είναι πάντα όχι και ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται ποτέ.»
Caveat: αν δε σας αρέσουν τα μελό, ή αν σας εκνευρίζουν οι απολύτως προσωπικές μικρές κολάσεις των άλλων, προσπεράστε.
Μετά το νιοστό συνεχόμενο «όχι» μαθαίνεις και παύεις να ρωτάς, η άρνηση εγγράφεται και λειτουργεί αποτρεπτικά, εξ αρχής παραιτείσαι κάθε εξωτικότερης απαίτησης προκειμένου να γλιτώσεις την ανώφελη και ταπεινωτική, από μια ηλικία και πέρα, στιχομυθία.
Πρέπει να ήμουν εφτά, όταν ζωγράφιζα για το μάθημα της επομένης έναν χάρτη. Αυτά τα πράγματα στο δημοτικό έχουν κανόνες απαράβατους. Συμβατικό πράσινο για τα δάση και λιβάδια, καφέ για τα βουνά ασφαλώς, μπλε για τα ποτάμια – και η Γερμανία έχει πολλά. Μόνο που από το ελλιπέστατο πλέον σετ με τις ξυλομπογιές μου είχα χάσει το αναγκαίο μπλε. Ούτε γαλάζιο είχα. Έψαξα όλο το σπίτι, τίποτε, μόνο στυλό, και δεν γινότανε.
Έκατσα ξανά στο τραπέζι και φαντάστηκα το μολύβι, προκλητικά γαλάζιο και σε ζωηρό 3-δ, κυλισμένο κάτω από το θρανίο μου στο θεόκλειστο σχολείο, ή πεσμένο σε καμιά γωνία με απάσβεστα στα παλιόσπιτα που εξερευνούσαμε τότε στη Βασιλίσσης Όλγας, μετά το μάθημα στο Γερμανικό. Όσο έντονα και να το σκεφτόμουν όμως, οι επικλήσεις μου δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, το μπλε δεν υλοποιήθηκε στην κασετίνα μου. Οι αυριανές φωνές μέσα από τα μούσια του δασκάλου κάπου ψηλά πάνω από το κεφάλι μου γινόταν αναπόδραστη μοίρα, με κατέλαβε οξύς και σιωπηλός πανικός.
Θα πίστευε κανείς πως η σκληρή εκπαίδευση ανέθρεψε έναν άνθρωπο εγκρατή, οικονόμο, αυστηρό. Μπα. Νομοτελειακά βέβαια τα παιδιά μου έχουν κουτιά ολόκληρα με μπογιές κάθε @#$! είδους που μπορεί να φανταστεί κανείς, σε αποχρώσεις που επαρκούν να ζωγραφιστεί η ανάδυση της μυθικής R’lyeh με όλα τα απόκοσμα και καταραμένα χρώματά της, εν ώρα ηφαιστειακού ηλιοβασιλέματος, πανσέληνου και βροχής μετεωριτών.
Θας, πάρ’ το το ρημάδι. H ζωή είναι μικρή, οι απογοητεύσεις πολλές και, έτσι κι αλλιώς, είναι μάλλον αργά να κακομάθουμε πλέον.
Δεν ζήτησα βοήθεια, δεν το συνήθιζα έτσι και αλλιώς – η επτάχρονη εμπειρία μου με είχε πείσει πως οι γονείς μου ζούσαν σε μιαν άλλη σφαίρα, ένα σύμπαν όπου κυριαρχούσαν οι Σοβαρές Ανάγκες της Ζωής. Ούτε για μια στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό πως το να ζητήσεις ένα καινούργιο σετ ξυλομπογιές είναι μια απαίτηση ευτελής και λογική, μια ερώτηση στην οποία ενδεχομένως δεν θα λάβεις αρνητική απάντηση. Αντίθετα, βάλθηκα απεγνωσμένα να *δημιουργήσω* το χρώμα, επιχειρηματολογώντας παράλογα πως αν το μπλε και το κίτρινο κάνουν πράσινο, από κάπου πρέπει να προέρχεται και το μπλε. Μάταια προσπαθούσα να βρω λύση, έξω νύχτωσε, έβαλα τα κλάματα και με πήρε ο ύπνος πάνω στον πολύπαθο χάρτη με τα ποτάμια σε σουρεαλιστικά χρώματα, πλέον ταιριαστά μουλιασμένο.
Ο δάσκαλος το άλλο πρωί δεν ζήτησε να δει τις ζωγραφιές μας.
Θυμάμαι την άφατη σαστισμάρα μου, όταν κάποτε μου πήραν ένα βιβλίο χωρίς καν να το ζητήσω, μόνο επειδή θαύμασα το πολύχρωμο εξώφυλλό του – και την απελπισία που αυτή η πράξη γενναιοδωρίας, πιθανώς το μόνο επεισόδιο instant gratification της παιδικής μου ηλικίας, σπαταλήθηκε στις «Θαυμαστές Ιστορίες της Βίβλου».