αβεσσαλώμ
ο κόσμος με πιάνει από τα μαλλιά. κυριολεκτικά – τα κουμπιά όταν ντύνομαι, τα πόμολα όταν φοράω τα παπούτσια μου, τα κλαδάκια στη βόλτα. δεν με πτοεί, δεν τα κόβω. είναι πρόχειρο οχυρό όταν θέλω ησυχία και απλώνονται σαν ζωντανές κεραίες όταν είμαι καλά. ωδή στην τρίχα. στις μακριές λευκές κοτσίδες μιας νόνας στον θάλαμο του παθολογικού. κάθεται με λουλουδάτο γαλάζιο νυχτικό στο κρεβάτι – τα πόδια της δεν φτάνουν στο πάτωμα – και κοιτάζει τριγύρω με περιέργεια. ωδή στα γένεια, στην θαλπωρή του μάγουλου του εραστή που σκύβει να ανασάνει τις εκπνοές σου. στα μαλλιά της μαμάς που χτένισα, τα σχέδια που κάναμε πως θα τα βάψει μόλις γερέψει, στα ατίθασα νημάτια της μικρής μου, τα πυκνά μελί μαλλιά της μεγάλης. στο μαλλί της Όλγας, απόρθητο ακόμη και από τη θάλασσα όταν βούταγε, τόσο κατσαρό, στις μαύρες μπούκλες της Κατερίνας. στην βελούδινη κοντοκουρεμένη χαίτη του οκτάχρονου αγοριού που θες να αγγίξεις οπωσδήποτε, αλλα δεν του αρέσει πια να το χαιδεύουν στο κεφάλι, μεγάλωσε. στις πρώτες λευκές τρίχες.
(η παραπάνω ιστορία ειναι αληθινή και έχει απόλυτη σχέση με εν ζωή προσωπικότητες, και, κυρίως, με ανθρώπους που δεν είναι πια) |