Και πάνω που πιστεύω πως όλα είναι καλύτερα πια και γω συγκροτημένη, αδιαίρετη και μασίφ ξυπνάω απόγευμα με δάκρυα στα μάτια από ένα σπαρακτικό όνειρο που δεν θυμάμαι παρά εικόνες του – ένα λεωφορείο, παιδάκια, ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, μια αγκαλιά, να τρέχω να προλάβω μάταια.
Κακή Δευτέρα η σημερινή – δεν την χώνεψα από το πρωί που μπήκε γκρίζα στα μάτια μου.
Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο τπτ
1.
Τρεις εβδομάδες είναι στο νοσοκομείο. Περίπου στα πενήντα, δικηγόρος και κατάκοιτος με όγκο στον εγκέφαλο από μετάσταση. Κάθε μέρα κάνει έναν κατάλογο των ανθρώπων που θέλει να δει, έναν κατάλογο μακρύ. Φέρε μου το Σπύρο, κάλεσε τον Καλαντζή, τηλέφωνο, αδιάκοπη κίνηση που ταράζει την ατμόσφαιρα παραίτησης που συνήθως βαλτώνει στους διαδρόμους της κλινικής. Βλέπει ως και δεκαπέντε άτομα σε μια μέρα, συσκέπτεται, συστήνει, νευριάζει. Ένα πρωί ετοιμάζει μια λίστα 8 πελατών και φίλων, γυρίζει απο το άλλο πλευρό και πεθαίνει.
2.
Ο θείος είχε πρόβλημα με την καρδιά. Αρρυθμίες, βραδυκαρδια του ειπε ο γιατρός. Μετά την συγκοπη του έβαλαν ένα μηχανάκι, ένα βηματοδότη με ένα μικρό απινιδωτή που, όταν θα σταματούσε ο κρίσιμος μυς να συστέλλεται όπως όφειλε, θα του έδινε την σωτήρια εκκένωση. Δύο φορές τον γλίτωσε, τη μια τη νύχτα στο κρεβάτι, ενώ η γυναίκα του παρακολουθούσε έντρομη τις συσπάσεις του.
Τον βρήκε άλλη ασθένεια. Στο νοσοκομείο καταδικασμένος πλέον, είχε έρθει η γενικώς αποδεκτή ώρα του να πεθάνει. Κάθε φορά που η καρδιά εγκατέλειπε, ο ηλεκτρικός παλμός τον επανέφερε με ακούσιους σπασμούς. Πέθανε και αναστήθηκε πολλές φορές εκεί, ο απινιδωτής γαντζωμένος δεν τον άφηνε να φύγει για μέρες. Μέχρι που, ευλογημένα, τελείωσε η μπαταρία.